κήλητρον: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(6_21)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήλητρον''': τό, [[θέλγητρον]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[κήληθρον]].
|lstext='''κήλητρον''': τό, [[θέλγητρον]], Ἡσύχ.· πρβλ. [[κήληθρον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κήλητρον]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κήληθρον]], μαγικό [[φίλτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μίσ</i>-<i>ητρον</i>, <i>φίλ</i>-<i>ητρον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1431] τό, = κήληθρον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κήλητρον: τό, θέλγητρον, Ἡσύχ.· πρβλ. κήληθρον.

Greek Monolingual

κήλητρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κήληθρον, μαγικό φίλτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα -ητρον (πρβλ. μίσ-ητρον, φίλ-ητρον)].