κεφαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_6)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλεύω''': εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.
|lstext='''κεφαλεύω''': εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλεύω]] (ΑΜ)<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[είμαι]] [[αρχηγός]], [[διοικώ]], [[εξουσιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] με σημ. «[[αρχηγός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγορ</i>-<i>εύω</i>, <i>νομ</i>-<i>εύω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλεύω: εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς, ὁδηγῶ, Μακάρ. 236C.

Greek Monolingual

κεφαλεύω (ΑΜ)
είμαι επικεφαλής, είμαι αρχηγός, διοικώ, εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή με σημ. «αρχηγός» + κατάλ. -εύω (πρβλ. αγορ-εύω, νομ-εύω)].