κηραμύντης: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρᾰμύντης''': -ου, ὁ, ([[ἀμύνω]]) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663. | |lstext='''κηρᾰμύντης''': -ου, ὁ, ([[ἀμύνω]]) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηραμύντης]], ὁ (Α)<br />(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το [[κακό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> (I) <span style="color: red;">+</span> [[αμύντης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>άμννω</i> «υπερασπίζομαι»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, ἀμύνω)
A averter of evil, epith. of Heracles, Lyc. 663.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, Unglücksabwender, Lycophr. 663.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰμύντης: -ου, ὁ, (ἀμύνω) ὁ ἀποτρέπων τὸ κακόν, Λυκόφρ. 663.
Greek Monolingual
κηραμύντης, ὁ (Α)
(επίθ. του Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)].