κηρώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κηρόν, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κηριώδης]], Γαλην. 14. 537. | |lstext='''κηρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς κηρόν, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[κηριώδης]], Γαλην. 14. 537. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κηρώδης]], -ώδες) [[κηρός]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]], [[κέρινος]], [[κηροειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A wax-like, dub.l.for κηριώδης, Gal.10.476 (Comp.); = μαλθώδης, Id.19.120.
German (Pape)
[Seite 1435] ες, wachsartig, wächsern, Theophr., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κηρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κηρόν, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κηριώδης, Γαλην. 14. 537.
Greek Monolingual
-ες (Α κηρώδης, -ώδες) κηρός
αυτός που μοιάζει με κερί, κέρινος, κηροειδής.