κηριώδης

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηριώδης Medium diacritics: κηριώδης Low diacritics: κηριώδης Capitals: ΚΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kēriṓdēs Transliteration B: kēriōdēs Transliteration C: kiriodis Beta Code: khriw/dhs

English (LSJ)

κηριῶδες, arranged like a honeycomb, Thphr. HP 3.13.3.

German (Pape)

[Seite 1433] ες, = κηριοειδής, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κηριώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3.

Greek Monolingual

-ες (Α κηριώδης, -ῶδες) κηρίον
νεοελλ.
φρ. «κηριώδης στοματίτιδα»
ιατρ. χρόνια φλεγμονή του στόματος, ιδίως σε παιδιά που πάσχουν από χοιράδωση, δηλ. από εξόγκωση τών λεμφαδένων του λαιμού
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, της κηρήθρας
2. αυτός που έχει μορφή και διάταξη όμοια με της κηρήθρας.