κλεψιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψῐμαῖος''': -α, -ον, = [[κλοπιμαῖος]], Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.
|lstext='''κλεψῐμαῖος''': -α, -ον, = [[κλοπιμαῖος]], Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο και [[κλεψιμιός]], -ά, -ό (AM [[κλεψιμαίος]], -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από [[κλεψιά]], [[κλοπιμαίος]], [[κλεψιμαίικος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφός]], απαγορευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλεψιμαίο</i> και <i>κλεψιμιό</i> και <i>κλεψιμίο</i>(<i>ν</i>)<br />το κλεμμένο [[πράγμα]], το κλοπιμαίο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλεψιμαίως</i> (Α)<br />με κλέφτικο τρόπο, με [[κλοπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Εμφανίζει το ίδιο θ. <i>κλεψι</i>- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κλεψίλογος]], [[κλεψίνους]] <b>κ.λπ.</b>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i>, όπως και το <i>κλοπ</i>-<i>ιμαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλόπ</i>-<i>ιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλοπή]])].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψῐμαῖος Medium diacritics: κλεψιμαῖος Low diacritics: κλεψιμαίος Capitals: ΚΛΕΨΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klepsimaîos Transliteration B: klepsimaios Transliteration C: klepsimaios Beta Code: kleyimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = κλοπιμαῖος, stolen, LXX To.2.13, PLond.2.422.3 (iv A.D.). Adv. -αίως, = Lat. furtim, Dosith.p.412 K.

German (Pape)

[Seite 1449] = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐμαῖος: -α, -ον, = κλοπιμαῖος, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο και κλεψιμιός, -ά, -ό (AM κλεψιμαίος, -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος
νεοελλ.-μσν.
1. κρυφός, απαγορευμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και κλεψιμίο(ν)
το κλεμμένο πράγμα, το κλοπιμαίο.
επίρρ...
κλεψιμαίως (Α)
με κλέφτικο τρόπο, με κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Εμφανίζει το ίδιο θ. κλεψι- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (πρβλ. κλεψίλογος, κλεψίνους κ.λπ.) + κατάλ. -ιμαῖος, όπως και το κλοπ-ιμαῖος (< κλόπ-ιμος < κλοπή)].