κλουβί: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:24, 29 September 2017
Greek Monolingual
το (AM κλουβίον, Μ και κλωβίον) νεοελλ.
1. μικρή ή μεγάλη κατασκευή με κάγκελα ή συρματόπλεγμα για την έγκλειση πτηνών ή ζώων
2. μτφ. κάθε μικρός και στενός χώρος («γι' αυτό το κλουβί ζητάει τόσο μεγάλο ενοίκιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο στο κλαδί παρά στο κλουβί» — γι' αυτούς που προτιμούν την ελεύθερη ζωή
4. φρ. «μπήκε στο κλουβί» — παντρεύτηκε
μσν.
1. μικρό δωμάτιο ή κελλί φυλακής
2. φορείο
μσν.-αρχ.
μικρός κλωβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.-μσν. κλωβ-ίον, υποκορ. του αρχ. κλωβός
για την τροπή του ω σε ου πρβλ. κώδων > κουδούνι].