κλύβατις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλύβᾰτις''': ῠ, ἡ, [[φυτόν]] τι, ἄλλως [[ἑλξίνη]], Νικ. Ἀλεξιφ. 537 [[Κατὰ]] Διοσκ. (4. 86) κλιβάδιον.
|lstext='''κλύβᾰτις''': ῠ, ἡ, [[φυτόν]] τι, ἄλλως [[ἑλξίνη]], Νικ. Ἀλεξιφ. 537 [[Κατὰ]] Διοσκ. (4. 86) κλιβάδιον.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλύβατις]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ελξίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύβᾰτις Medium diacritics: κλύβατις Low diacritics: κλύβατις Capitals: ΚΛΥΒΑΤΙΣ
Transliteration A: klýbatis Transliteration B: klybatis Transliteration C: klyvatis Beta Code: klu/batis

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A = ἑλξίνη, Nic.Th.537, Dsc.4.85.

German (Pape)

[Seite 1456] ἡ, eine Pflanze, die auch ἑλξίνη heißt; Nic. Ther. 537; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλύβᾰτις: ῠ, ἡ, φυτόν τι, ἄλλως ἑλξίνη, Νικ. Ἀλεξιφ. 537 Κατὰ Διοσκ. (4. 86) κλιβάδιον.

Greek Monolingual

κλύβατις, ἡ (Α)
το φυτό ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].