κοδύμαλον: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(6_21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοδύμᾱλον''': τό, κυδώνιον· ἢ κατ’ ἄλλους [[μέσπιλον]], Ἀλκμὰν 85, Ἀθήν. 81F, Διοσκ.
|lstext='''κοδύμᾱλον''': τό, κυδώνιον· ἢ κατ’ ἄλλους [[μέσπιλον]], Ἀλκμὰν 85, Ἀθήν. 81F, Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοδύμαλον]], τὸ (Α)<br />[[κυδώνι]] ή [[μούσμουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοδύμᾱλον Medium diacritics: κοδύμαλον Low diacritics: κοδύμαλον Capitals: ΚΟΔΥΜΑΛΟΝ
Transliteration A: kodýmalon Transliteration B: kodymalon Transliteration C: kodymalon Beta Code: kodu/malon

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A quince or medlar, Alcm.90; = κυδώνιον, Hsch., who has κοδώνεα, τά, winter figs, or a kind of καρύαι Περσικαί.

German (Pape)

[Seite 1465] τό, eine Apfelart, Quitte, nach Anderen die Mispel, Diosc., vgl. Ath. III, 81 f.

Greek (Liddell-Scott)

κοδύμᾱλον: τό, κυδώνιον· ἢ κατ’ ἄλλους μέσπιλον, Ἀλκμὰν 85, Ἀθήν. 81F, Διοσκ.

Greek Monolingual

κοδύμαλον, τὸ (Α)
κυδώνι ή μούσμουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως].