κνισολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
(6_17)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑσολοιχός''': -όν, ὁ ἀγαπῶν καὶ λείχων τὸ [[λίπος]], τὸ εὔχυμον [[κρέας]], ἀβρὸς, [[ἄνθρωπος]], Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 2, Ἄμφις εν «Γυναικομανίᾳ» 2.
|lstext='''κνῑσολοιχός''': -όν, ὁ ἀγαπῶν καὶ λείχων τὸ [[λίπος]], τὸ εὔχυμον [[κρέας]], ἀβρὸς, [[ἄνθρωπος]], Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 2, Ἄμφις εν «Γυναικομανίᾳ» 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνισολοιχός]], όν (Α)<br />ο [[λαίμαργος]] για το [[λίπος]] ψητού κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]] «[[γλύφω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιματο</i>-<i>λοιχός</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>λοιχός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσολοιχός Medium diacritics: κνισολοιχός Low diacritics: κνισολοιχός Capitals: ΚΝΙΣΟΛΟΙΧΟΣ
Transliteration A: knisoloichós Transliteration B: knisoloichos Transliteration C: knisoloichos Beta Code: knisoloixo/s

English (LSJ)

όν,

   A licker of fat or savoury meat, gourmand, Antiph.64, Amphis 10.

German (Pape)

[Seite 1461] s. κνισσολοιχός.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσολοιχός: -όν, ὁ ἀγαπῶν καὶ λείχων τὸ λίπος, τὸ εὔχυμον κρέας, ἀβρὸς, ἄνθρωπος, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 2, Ἄμφις εν «Γυναικομανίᾳ» 2.

Greek Monolingual

κνισολοιχός, όν (Α)
ο λαίμαργος για το λίπος ψητού κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -λοιχός (< λείχω «γλύφω»), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός].