κολοκύθα: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(21) |
(No difference)
|
Revision as of 07:25, 29 September 2017
Greek Monolingual
η
1. μεγάλο κολοκύθι
2. δοχείο για υγρές ή στερεές σε χύμα ουσίες που κατασκευάζεται από τον αποξηραμένο καρπό ενός είδους του φυτού κολοκυθιά, αλλ. νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη, με απλοποίηση του συμπλέγματος -νθ- για ευφωνικούς λόγους (πρβλ. ανθός: αθός) ή, κατ' άλλη άποψη, είναι μεγεθυντικό του υποκορ. κολοκύθι πρβλ. καλύβι: καλύβα)].