κομψοεπής: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_7)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομψοεπής''': -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, [[χαρίεις]] ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος [[λόγος]], Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.
|lstext='''κομψοεπής''': -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, [[χαρίεις]] ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος [[λόγος]], Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κομψοεπής]], -ές)<br />αυτός που μιλά κομψά, [[καλλιεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κομψός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>, <i>ηδυ</i>-<i>επής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1480] ές, witzig, zierlich, sein und artig sprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομψοεπής: -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, χαρίεις ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος λόγος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.

Greek Monolingual

-ές (Α κομψοεπής, -ές)
αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αμετρο-επής, ηδυ-επής].