κομψοεπής

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1480] ές, witzig, zierlich, sein und artig sprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομψοεπής: -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, χαρίεις ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος λόγος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.

Greek Monolingual

-ές (Α κομψοεπής, -ές)
αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αμετροεπής, ηδυεπής].