κορδυβαλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_3)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />enfoncé <i>ou</i> aplani à coups de hie.<br />'''Étymologie:''' p. *κορδυλοβαλλώδης, de [[κορδύλη]], [[βάλλω]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορδυβαλλώδης]] -ῶδες (Α)<br />(μόνο στη φρ.) «[[κορδυβαλλῶδες]] [[πέδον]]» ([[αντί]] <i>κορδυλοβαλλώδες</i>)<br />ισοπεδωμένο [[έδαφος]], πατημένο, χτυπημένο με [[κορδύλη]], με [[ρόπαλο]], λιθόστρωτο (<b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κορδυλο</i>-<i>βαλλ</i>-<i>ώδης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κορδύλη]] <span style="color: red;">+</span> <i>βάλλ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i><br />η σίγηση του -<i>λο</i>- με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfoncé ou aplani à coups de hie.
Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.

Greek Monolingual

κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)
(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)
ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδης
η σίγηση του -λο- με συλλαβική ανομοίωση].