κόρυδος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(13_5)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1487.png Seite 1487]] ὁ, u. ἡ [[κορυδός]], s. Schol. Ar. Av. 472, von [[κόρυς]], Kuppen-, <b class="b2">Haubenlerche</b>; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1487.png Seite 1487]] ὁ, u. ἡ [[κορυδός]], s. Schol. Ar. Av. 472, von [[κόρυς]], Kuppen-, <b class="b2">Haubenlerche</b>; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρυδος]] και [[κορυδός]], ὁ, και [[κορυδός]], ἡ, και κορυδών, ὁ, και [[κορύδυλις]], ἡ (Α)<br />ο κορυδαλ(λ)ός («[[ὥσπερ]] τὰ [[παιδία]] τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]» με [[επίθημα]] -<i>δο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λύγ</i>-<i>δο</i>-<i>ς</i>, <i>ράβ</i>-<i>δο</i>-<i>ς</i>). Ανάλογη στον σχηματισμό της [[είναι]] η ονομ. του ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. σαξ. <i>hiro</i>-<i>t</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hiru</i>-<i>z</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>keru</i>-<i>d</i>-). Με την [[προσθήκη]] του επιθήματος -<i>αλ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκ</i>-<i>άλ</i>-<i>η</i>, <i>ομφ</i>-<i>αλ</i>-<i>ός</i>) προέκυψε ο τ. <i>κορυδ</i>-<i>αλ</i>-<i>ός</i>. Ο παρλλ. τ. <i>κορυδαλλός</i> οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1487] ὁ, u. ἡ κορυδός, s. Schol. Ar. Av. 472, von κόρυς, Kuppen-, Haubenlerche; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.

Greek Monolingual

κόρυδος και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α)
ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς «περικεφαλαία» με επίθημα -δο- (πρβλ. λύγ-δο-ς, ράβ-δο-ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της είναι η ονομ. του ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. σαξ. hiro-t, αρχ. άνω γερμ. hiru-z (< ΙE keru-d-). Με την προσθήκη του επιθήματος -αλ- (πρβλ. αγκ-άλ-η, ομφ-αλ-ός) προέκυψε ο τ. κορυδ-αλ-ός. Ο παρλλ. τ. κορυδαλλός οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].