κουρότερος: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=younger; as subst., Il. 4.316. | |auten=younger; as subst., Il. 4.316. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, -λεύτερος),
A young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.
Greek (Liddell-Scott)
κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus jeune ; ou simpl. jeune.
Étymologie: κοῦρος.
English (Autenrieth)
younger; as subst., Il. 4.316.
Greek Monolingual
κουρότερος, -έρα, -ον (Α) κούρος
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.