κρινωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_11) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐνωτός''': -ή, -όν, κεκοσμημένος διὰ κρίνων, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. σελ. 255. | |lstext='''κρῐνωτός''': -ή, -όν, κεκοσμημένος διὰ κρίνων, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. σελ. 255. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρινωτός]], -ή, -όν (Α)<br />ο στολισμένος με κρίνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακτιν</i>-[[ωτός]], <i>κλιμακ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A adorned with lilies, κεφαλίδες Aristeas 68.
German (Pape)
[Seite 1510] mit Lilien bekränzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος διὰ κρίνων, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. σελ. 255.
Greek Monolingual
κρινωτός, -ή, -όν (Α)
ο στολισμένος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -ωτός (πρβλ. ακτιν-ωτός, κλιμακ-ωτός)].