κτηματίτης: Difference between revisions

From LSJ
(6_19)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτηματίτης''': -ου, ὁ, [[κτηματικός]], Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.
|lstext='''κτηματίτης''': -ου, ὁ, [[κτηματικός]], Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[κτηματίτης]], ὁ (AM)<br />[[κάτοχος]] πολλών κτημάτων, [[μεγαλοκτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρματ</i>-[[ίτης]], <i>δωματ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηματίτης Medium diacritics: κτηματίτης Low diacritics: κτηματίτης Capitals: ΚΤΗΜΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: ktēmatítēs Transliteration B: ktēmatitēs Transliteration C: ktimatitis Beta Code: kthmati/ths

English (LSJ)

[ῑ], ον, ὁ,

   A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.

German (Pape)

[Seite 1519] ὁ, der Eigenthümer, bes. der Viel besitzt, Lycurg. in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κτηματίτης: -ου, ὁ, κτηματικός, Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.

Greek Monolingual

κτηματίτης, ὁ (AM)
κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αρματ-ίτης, δωματ-ίτης)].