κρυπτάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[secret]]; κρυπτάδια φρονέοντα [[δικαζέμεν]], ‘harbor [[secret]] counsels,’ Il. 1.542.
|auten=[[secret]]; κρυπτάδια φρονέοντα [[δικαζέμεν]], ‘harbor [[secret]] counsels,’ Il. 1.542.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρυπτάδιος]], -ον, θηλ. και -ία (Α)<br /><b>1.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]], [[λαθραίος]] («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κρυπτάδια</i><br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λαθραία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρυπταδίως</i> (Α)<br />[[κρυφά]], [[λαθραία]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυπτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλφ</i>-<i>άδιος</i>, <i>αμφ</i>-<i>άδιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτάδιος Medium diacritics: κρυπτάδιος Low diacritics: κρυπτάδιος Capitals: ΚΡΥΠΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: kryptádios Transliteration B: kryptadios Transliteration C: kryptadios Beta Code: krupta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)),

   A secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. -ίως Man.2.195, 6.182.

German (Pape)

[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.

English (Autenrieth)

secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.

Greek Monolingual

κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφ-άδιος, αμφ-άδιος)].