κυκνάριον: Difference between revisions
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(6_22) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύκνος]], Γαλην. 24. 765. | |lstext='''κυκνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύκνος]], Γαλην. 24. 765. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκνάριον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] κολλυρίου ή αλοιφής για τη [[θεραπεία]] της φλόγωσης τών ματιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυν</i>-<i>άριον</i>, <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>). Το [[φάρμακο]] ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. λόγω του χρώματός του]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κύκνος 111, Aët.7.8, Gal.14.765.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.
Greek Monolingual
κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].