κυητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυητήριος''': -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.
|lstext='''κυητήριος''': -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυητήριος]], -ία, -ον (Α) [[κυώ]]<br />αυτός που συντελεί στη [[σύλληψη]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυητήριος Medium diacritics: κυητήριος Low diacritics: κυητήριος Capitals: ΚΥΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kyētḗrios Transliteration B: kyētērios Transliteration C: kyitirios Beta Code: kuhth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A aiding conception, πρόσθετον κ. Hp.Nat.Mul.109: as Subst. κυητήριον, τό, Id.Mul.1.75, al.

German (Pape)

[Seite 1525] zum Empfangen gehörig, es befördernd, φάρμακον, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κυητήριος: -α, -ον, βοηθῶν, συντελῶν εἰς σύλληψιν, πρόσθετον κ. Ἱππ. 586. 47· ὡς οὐσιαστ., κυητήριον, τό, ὁ αὐτ. 621. 15, κτλ.

Greek Monolingual

κυητήριος, -ία, -ον (Α) κυώ
αυτός που συντελεί στη σύλληψη.