κύτταρος: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voûte (du ciel);<br /><b>2</b> alvéole, cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύτος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voûte (du ciel);<br /><b>2</b> alvéole, cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύτταρος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κυψέλη]] κηρήθρας<br /><b>2.</b> [[κοίλωμα]] που υπάρχει [[μέσα]] στον βλαστό της κουκιάς<br /><b>3.</b> [[κώνος]] πεύκου<br /><b>4.</b> το ακανθώδες [[περίβλημα]] του καρπού τών κυπελλοφόρων [[φυτών]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κύτταρος]] οὐρανοῡ» — ο [[κοίλος]] [[θόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[κύσσαρος]] δεν φαίνεται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cell of a honeycomb, Id.V.1111, Arist.HA551b5, 554a18, 555a1. 2 pit in the receptacle of Nelumbium speciosum, Thphr.HP4.8.7. b male flower of the pine, ib.3.3.8, 3.7.3. c = ἐχῖνος 111.1, τῶν δρυῶν οἱ κ., Hsch. 3 metaph., τοὐρανοῦ τὸν κ. the pinnacle of the dome of heaven, Ar.Pax199.
German (Pape)
[Seite 1539] auch κύταρος geschrieben, ὁ, wie κύτος, jeder hohle Raum, jede Höhlung, Wölbung; οὐρανοῦ Ar. Pax 199, mit komischer Anspielung auf die anderen Bdtgn; bes. – a) Bienenzellen; Vesp. 1111; Arist. H. A. 5, 19. 9, 40; Ael H. A. 5, 11. – b) der Kelch, in dem die Eichel sitzt, τὸ πῶμα τῆς βαλάνου, Schol. Ar. Th. 523, vgl. Schol. Ar. Vesp. 1106. – c) der männliche Blüthenzapfen an den Fichten; Schol. Ar. Paz 199; Theophr.; vgl. Ar. Th. 516, wo es übertr. vom männlichen Gliede gebraucht ist; vgl. auch VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κύττᾰρος: ὁ, (κύτος)· ἡ κυψέλη κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) κοίλωμα ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων κῶνος τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. τοὐρανοῦ τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voûte (du ciel);
2 alvéole, cellule d’abeille.
Étymologie: κύτος.
Greek Monolingual
κύτταρος, ὁ (Α)
1. κυψέλη κηρήθρας
2. κοίλωμα που υπάρχει μέσα στον βλαστό της κουκιάς
3. κώνος πεύκου
4. το ακανθώδες περίβλημα του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών
5. φρ. «κύτταρος οὐρανοῡ» — ο κοίλος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. κύσσαρος δεν φαίνεται πιθανή].