λάδας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(6_14)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάδας''': ὁ, «[[ἔλαφος]] [[νεβρίας]]» Ἡσύχ.
|lstext='''λάδας''': ὁ, «[[ἔλαφος]] [[νεβρίας]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάδας]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔλαφος]] [[νεβρίας]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάδας Medium diacritics: λάδας Low diacritics: λάδας Capitals: ΛΑΔΑΣ
Transliteration A: ládas Transliteration B: ladas Transliteration C: ladas Beta Code: la/das

English (LSJ)

ἔλαφος νεβρίας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.

Greek (Liddell-Scott)

λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λάδας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].