μηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_1) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηρίζω''': (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ [[λέξις]] ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[γαστρίζω]], Διογ. Λ. 7. 172. | |lstext='''μηρίζω''': (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ [[λέξις]] ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[γαστρίζω]], Διογ. Λ. 7. 172. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηρίζω]] (Α) [[μηρός]]<br />[[χτυπώ]] στους μηρούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
(μηρός)
A strike on the thigh, Com. word coined on analogy of γαστρίζω, D.L.7.172.
German (Pape)
[Seite 177] an die Schenkel schlagen, komisch nach γαστρίζω gebildet, D. L. 7, 172.
Greek (Liddell-Scott)
μηρίζω: (μηρὸς) κτυπῶ τὸν μηρόν, κωμικὴ λέξις ἐσχηματισμένη κατ’ ἀναλογίαν τοῦ γαστρίζω, Διογ. Λ. 7. 172.