μολύβδινος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλυβδος]].
|btext=η, ον :<br />de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλυβδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μολύβδινος]], -ίνη, -ον, Α και [[μολίβδινος]] και [[μολύβινος]], -ίνη, -ον, Μ και [[μολίβινος]], -ίνη, -ον) [[μόλυβδος]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, [[μολυβένιος]], [[μολυβωτός]] («μολύβδινον [[ὑποδημάτιον]]», Ιππκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»<br />(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολύβδῐνος Medium diacritics: μολύβδινος Low diacritics: μολύβδινος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΙΝΟΣ
Transliteration A: molýbdinos Transliteration B: molybdinos Transliteration C: molyvdinos Beta Code: molu/bdinos

English (LSJ)

η, ον,

   A leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN1137b30; μ. σηκώματα Plb. 8.5.9; μ. κεραμίδες Moschio ap.Ath.5.207b; πῖλος Gal.19.701.

German (Pape)

[Seite 200] bleiern; σηκώματα, Pol. 8, 7, 9; κανών, Bleiloth, Arist. Eth. 5, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μολύβδου, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 78· μ. ἴχνος, πέλμα ἐκ μολ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ὑποδημάτιον αὐτόθι 888· ὁ μ. κανών, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 5. 10, 7, ἦτο πιθ. κανών τις ἐκ μολύβδου εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ σχηματισθῇ κατὰ τὰς καμπὰς τοῦ κύματος ἐν τῇ ἀρχιτεκτον. (ἴδε κῦμα Ι. 2).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μολύβδινος, -ίνη, -ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, -ίνη, -ον, Μ και μολίβινος, -ίνη, -ον) μόλυβδος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μολυβδοθάλαμοι» ή «μολύβδινοι θάλαμοι»
(χημ. τεχνολ.) χημικοί αντιδραστήρες επενδεδυμένοι με μόλυβδο, που τους χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε μια μέθοδο παρασκευής του θειικού οξέος.