μητρόξενος: Difference between revisions

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρόξενος''': -ον, [[νόθος]], «τὸν δὲ νόθον καὶ μητρόξενον [[ἔνιοι]] καλοῦσι» [[Πολυδ]]. Γ΄, 21· - Ροδία [[λέξις]], κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1001, πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''μητρόξενος''': -ον, [[νόθος]], «τὸν δὲ νόθον καὶ μητρόξενον [[ἔνιοι]] καλοῦσι» [[Πολυδ]]. Γ΄, 21· - Ροδία [[λέξις]], κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1001, πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρόξενος]], δωρ. τ. [[ματρόξενος]], -ον (Α)<br />[[νόθος]] [[γιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ξένος]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρόξενος Medium diacritics: μητρόξενος Low diacritics: μητρόξενος Capitals: ΜΗΤΡΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: mētróxenos Transliteration B: mētroxenos Transliteration C: mitroksenos Beta Code: mhtro/cenos

English (LSJ)

(Dor. ματρό- Hsch.), ὁ,

   A bastard, Poll.3.21.—Rhod. word, acc. to Sch.E. Alc.989.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, der Bastard, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόξενος: -ον, νόθος, «τὸν δὲ νόθον καὶ μητρόξενον ἔνιοι καλοῦσι» Πολυδ. Γ΄, 21· - Ροδία λέξις, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1001, πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μητρόξενος, δωρ. τ. ματρόξενος, -ον (Α)
νόθος γιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ξένος.