μινυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνῠρισμός''': ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.
|lstext='''μῐνῠρισμός''': ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μινυρισμός]]) [[μινυρίζω]]<br />το να τραγουδά ή να κλαίει [[κάποιος]] με σιγανή [[φωνή]], [[σιγοτραγούδημα]] ή [[κλαψούρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λυπητερό [[τραγούδι]] («ηκούετο ο [[μινυρισμός]] τών αηδόνων εις το [[δάσος]]», Παπαδ.).
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρισμός Medium diacritics: μινυρισμός Low diacritics: μινυρισμός Capitals: ΜΙΝΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: minyrismós Transliteration B: minyrismos Transliteration C: minyrismos Beta Code: minurismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A moaning, warbling, Sch.Ar.Th.106.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρισμός: ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.

Greek Monolingual

ο (Α μινυρισμός) μινυρίζω
το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα
νεοελλ.
λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.).