μονόφορβος: Difference between revisions
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(6_16) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόφορβος''': -ον, «[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α. | |lstext='''μονόφορβος''': -ον, «[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονόφορβος]], -ον (Α)<br />αυτός που βόσκει [[μόνος]] του («[[μονόφορβος]]<br />[[μόνος]] βοσκόμενος, βόσκων [[μόνος]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φορβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φορβή]] «[[τροφή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>φορβος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A grazing alone, Hsch.
German (Pape)
[Seite 206] allein weidend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.
Greek Monolingual
μονόφορβος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει μόνος του («μονόφορβος
μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. πολύ-φορβος].