μεσαίτατος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[μέσος]].
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[μέσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσαίτατος]], -άτη, -ον (ΑM, Μ και [[μέσιος]], -ία, -ον)<br />υπερθ. του [[μέσος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεσαίτατον</i><br />το [[μέσο]] ακριβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]] (για τη [[μορφή]] <i>μεσαι</i>- <b>βλ.</b> <i>μεσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υπερθ. -<i>τατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλαίτατος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαίτατος Medium diacritics: μεσαίτατος Low diacritics: μεσαίτατος Capitals: ΜΕΣΑΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mesaítatos Transliteration B: mesaitatos Transliteration C: mesaitatos Beta Code: mesai/tatos

English (LSJ)

μεσαίτερος,

   A v. μέσος VI.

German (Pape)

[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέσος.

Greek Monolingual

μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].