ληκίνδα: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(6_20) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληκίνδα''': παίζειν, [[παίζω]] μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18. | |lstext='''ληκίνδα''': παίζειν, [[παίζω]] μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληκίνδα]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ληκίνδα]] παίζειν» — [[παίζω]] με χρόνο, [[κρατώ]] τον χρόνο χτυπώντας στο [[τύμπανο]] τα δάχτυλα («ὁ δὴ [[ληκίνδα]] ἔπαιζεν, [[ἄλλος]] ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληκ</i>-του [[ληκάω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελκυστ</i>-[[ίνδα]], <i>κρυπτ</i>-[[ίνδα]]). Ο τ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληκ</i>- του [[λάσκω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λέ</i>-<i>ληκ</i>-<i>α</i>, παρακμ. του [[λάσκω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
παίζειν,
A beat time, tattoo, Luc.Lex.8, A.D.Adv.152.11.
German (Pape)
[Seite 39] παίζειν, ein unbekanntes Spiel, mit Geräusch, Luc. Lexiph. 8; B. A. 562, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ληκίνδα: παίζειν, παίζω μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18.
Greek Monolingual
ληκίνδα (Α)
φρ. «ληκίνδα παίζειν» — παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ-του ληκάω + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτ-ίνδα). Ο τ. πιθ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέ-ληκ-α, παρακμ. του λάσκω)].