μεγαλοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(6_7) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγαλοφεγγής''': -ές, ὁ [[μεγάλως]] φέγγων, Ἡσύχ., ἐν λέξ. ζαφλεγέες. | |lstext='''μεγαλοφεγγής''': -ές, ὁ [[μεγάλως]] φέγγων, Ἡσύχ., ἐν λέξ. ζαφλεγέες. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλοφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που φέγγει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νυκτο</i>-<i>φεγγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A gloss on ζαφλεγέες, Id.
German (Pape)
[Seite 108] ές, Erkl. von ζαφλεγέες, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλοφεγγής: -ές, ὁ μεγάλως φέγγων, Ἡσύχ., ἐν λέξ. ζαφλεγέες.
Greek Monolingual
μεγαλοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. νυκτο-φεγγής].