λαιδρός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_4)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιδρός''': -ά, -όν, [[θρασύς]], [[ἀναιδής]], Νικ. Θηρ. 689, Ἀλ. 576· πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''λαιδρός''': -ά, -όν, [[θρασύς]], [[ἀναιδής]], Νικ. Θηρ. 689, Ἀλ. 576· πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λαιδρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρασύς]], [[αναιδής]], αναίσχυντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το -<i>αι</i>- του θ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[λαιός]], [[σκαιός]]) και το [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αισχρός]], [[φαιδρός]]). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά - ιλλυρικά ανθρωπωνύμια <i>Ledrus</i>, <i>Laidius</i>, <i>Σκερδι</i>-<i>λαΐδας</i>, [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>pa</i>-<i>laidas</i> «[[χαλαρός]], [[ελεύθερος]]», <i>pa</i>-<i>laida</i> και <i>leidžiu</i> «[[λύνω]], [[αφήνω]]». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το [[λαιμός]]].
}}
}}

Revision as of 07:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιδρός Medium diacritics: λαιδρός Low diacritics: λαιδρός Capitals: ΛΑΙΔΡΟΣ
Transliteration A: laidrós Transliteration B: laidros Transliteration C: laidros Beta Code: laidro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A bold, impudent, Call.Aet.3.1.4, Nic.Th.689, Al.563, Max.438 (Comp.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 6] dreist, keck, unverschämt, Nic. Th. 689 Al. 576.

Greek (Liddell-Scott)

λαιδρός: -ά, -όν, θρασύς, ἀναιδής, Νικ. Θηρ. 689, Ἀλ. 576· πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαιδρός, -ά, -όν (Α)
θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το -αι- του θ. (πρβλ. λαιός, σκαιός) και το επίθημα -ρός (πρβλ. αισχρός, φαιδρός). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά - ιλλυρικά ανθρωπωνύμια Ledrus, Laidius, Σκερδι-λαΐδας, καθώς και με λιθουαν. pa-laidas «χαλαρός, ελεύθερος», pa-laida και leidžiu «λύνω, αφήνω». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το λαιμός].