λεαντικός: Difference between revisions
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6_11) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεαντικός''': -ή, -όν, ὁ λεῖον ποιῆσαι δυνάμενος, [[μαλακτικός]], [[πραϋντικός]], ἐπὶ γλυκέος οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 13· [[μετὰ]] γεν., Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθήν. 57C. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 118. 9. | |lstext='''λεαντικός''': -ή, -όν, ὁ λεῖον ποιῆσαι δυνάμενος, [[μαλακτικός]], [[πραϋντικός]], ἐπὶ γλυκέος οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 13· [[μετὰ]] γεν., Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθήν. 57C. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 118. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεαντικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λειαντικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A good for lubricating or soothing, of sweet wine, Arist.Pr.872b34; χυμὸς λ. Thphr.CP6.1.3; laxative, cj. in Aristox.Fr.Hist.ap. Gell.4.11: c. gen., λ. ἀρτηρίας Diph.Siph. ap. Ath.2.57c. Adv. -κῶς Eust.118.9.
German (Pape)
[Seite 21] zum Ebnen, Glätten geschickt, mildernd; Arist. probl. 3, 13; Ath. II, 57 c; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
λεαντικός: -ή, -όν, ὁ λεῖον ποιῆσαι δυνάμενος, μαλακτικός, πραϋντικός, ἐπὶ γλυκέος οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 13· μετὰ γεν., Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθήν. 57C. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 118. 9.
Greek Monolingual
λεαντικός, -ή, -όν (Α)
βλ. λειαντικός.