λεοντόψυχος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεοντόψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ἔχων λεοντώδη ψυχήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 639. | |lstext='''λεοντόψῡχος''': -ον, (ψυχὴ) ἔχων λεοντώδη ψυχήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 639. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεοντόψυχος]], -ον)<br />αυτός που έχει το [[θάρρος]] και τη [[γενναιότητα]] λιονταριού, [[λεοντόκαρδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ψυχή)
A lion-hearted, Sch.D Il.5.639.
German (Pape)
[Seite 29] löwenherzig, Schol. Il. 5, 639.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἔχων λεοντώδη ψυχήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 639.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεοντόψυχος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος και τη γενναιότητα λιονταριού, λεοντόκαρδος.