λεπιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(6_7)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπῐδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.
|lstext='''λεπῐδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λεπιδοειδής]], -ές) [[λεπίς]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λεπίδα]] ή με [[λέπι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεπιδοειδές [[οστό]]» — το [[τμήμα]] του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται [[μεταξύ]] σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο [[κροταφίτης]] μυς.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῐδοειδής Medium diacritics: λεπιδοειδής Low diacritics: λεπιδοειδής Capitals: ΛΕΠΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lepidoeidḗs Transliteration B: lepidoeidēs Transliteration C: lepidoeidis Beta Code: lepidoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like scales, of bones, Gal.2.713; λ. προσκολλήματα, of sutures, Id.UP9.18.

German (Pape)

[Seite 29] ές, schuppenförmig, -artig; Galen.; Poll. 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῐδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λεπίδας ἢ «λέπ~ια», Γαλην. τ. 4, σ. 188.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπιδοειδής, -ές) λεπίς
αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι
νεοελλ.
φρ. «λεπιδοειδές οστό» — το τμήμα του κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς.