λεπτουργώ: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(No difference)
|
Revision as of 07:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM λεπτουργῶ, -έω) λεπτουργός
1. κάνω λεπτή εργασία, επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη τέχνη και λεπτότητα
2. (για τορνευτή ή ξυλουργό) διακοσμώ τις επιφάνειες τών επίπλων με έγγλυφες και ανάγλυφες παραστάσεις («εὐφυὴς ἐν τῷ τορνεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ.)
αρχ.
λεπτολογώ, ασχολούμαι με λεπτομέρειες ή περιγράφω λεπτομερώς (α. «νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο συστῆναι λεπτουργεῑν πρὸς τὰ ἀδικήματα ἐγχειρῶν», Θεμίστ.
β. «ὅσα ἔδρασεν ἡμᾱς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λεπτουργεῑν», Ιουλ.).