λήσμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6_16) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λήσμων''': -ον, γεν. -ονος, ([[λήθω]]) [[ἐπιλήσμων]], μὴ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, [[ἀδιάφορος]], Θεμίστ. 268C. | |lstext='''λήσμων''': -ον, γεν. -ονος, ([[λήθω]]) [[ἐπιλήσμων]], μὴ σκεπτόμενος [[περί]] τινος, [[ἀδιάφορος]], Θεμίστ. 268C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λήσμων]], -ον (Α)<br />[[επιλήσμων]], [[ξεχασιάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λᾱθ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λᾱθ</i>- του [[λανθάνω]], [<b>[[πρβλ]].</b> [[λήθη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γνώ</i>-<i>μων</i>, <i>τλή</i>-<i>μων</i>. Το -<i>σ</i>- του τ. αναλογικά [[προς]] τους άλλους του [[λανθάνω]] με -<i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[λήστις]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (λήθω)
A unmindful, Them.Or.22.268c.
Greek (Liddell-Scott)
λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.
Greek Monolingual
λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [πρβλ. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώ-μων, τλή-μων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].