λῆδος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />ledum, <i>c.</i> [[λῆδον]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br />vêtement léger ; vêtement pauvre <i>ou</i> usé.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />ledum, <i>c.</i> [[λῆδον]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br />vêtement léger ; vêtement pauvre <i>ou</i> usé.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
{{grml
|mltxt=[[λῆδος]], δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος<br /><b>2.</b> φθαρμένο [[τριβώνιο]], [[χλαμύδα]], [[πανωφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. [[λῆνος]] «[[μαλλί]], έριον». Η [[σύνδεση]] ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της [[υπόσταση]]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδος Medium diacritics: λῆδος Low diacritics: λήδος Capitals: ΛΗΔΟΣ
Transliteration A: lē̂dos Transliteration B: lēdos Transliteration C: lidos Beta Code: lh=dos

English (LSJ)

Dor. λᾶδος, εος, τό,

   A a cheap common dress, esp. a light summer dress, Alcm.97 (so Did.; λᾶιδος Hsch.): more freq. in Dim. forms, λήδιον or ληδίον, τό, and ληδάριον (qq.v.).

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
ledum, c. λῆδον.
2ους (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α)
1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος
2. φθαρμένο τριβώνιο, χλαμύδα, πανωφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. της λέξης όχι όμως με τη φωνητική της υπόσταση].