λιθογλύπτης: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_19) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθογλύπτης''': -ου, ὁ, [[λιθοξόος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12. | |lstext='''λῐθογλύπτης''': -ου, ὁ, [[λιθοξόος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[λιθογλύπτης]])<br />[[λιθογλύφος]], [[λιθοξόος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[τεχνίτης]] στη λιθογλυπτική. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sculptor in stone, Gloss.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinschneider, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθογλύπτης: -ου, ὁ, λιθοξόος, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 552, 12.
Greek Monolingual
ο (Α λιθογλύπτης)
λιθογλύφος, λιθοξόος
νεοελλ.
ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική.