λιναγρέτης: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_19) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐναγρέτης''': -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. [[ἁλιεύς]], Φιλῆς σ. 240. | |lstext='''λῐναγρέτης''': -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. [[ἁλιεύς]], Φιλῆς σ. 240. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιναγρέτης]], ὁ (Α)<br />πιασμένος στα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> [[πιάνω]], [[καταλαμβάνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρ</i>-[[αγρέτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A caught in the net, Lyc.237.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, im Netz gefangen, πορκέων, Lycophr. 237.
Greek (Liddell-Scott)
λῐναγρέτης: -ου, ὁ, ὁ συλληφθεὶς ἐν τῷ δικτύῳ, Λυκόφρ. 237. ΙΙ. ἁλιεύς, Φιλῆς σ. 240.
Greek Monolingual
λιναγρέτης, ὁ (Α)
πιασμένος στα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -αγρέτης (< ἀγρῶ πιάνω, καταλαμβάνω»), πρβλ. θηρ-αγρέτης].