λιμοκόλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_4)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑμοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, [[πειναλέος]] [[κόλαξ]], Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.
|lstext='''λῑμοκόλαξ''': -ᾰκος, ὁ, [[πειναλέος]] [[κόλαξ]], Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμοκόλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[πειναλέος]] [[κόλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κόλαξ]], <i>μουσο</i>-[[κόλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμοκόλαξ Medium diacritics: λιμοκόλαξ Low diacritics: λιμοκόλαξ Capitals: ΛΙΜΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: limokólax Transliteration B: limokolax Transliteration C: limokolaks Beta Code: limoko/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A hungry flatterer, ib.1074.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, πειναλέος κόλαξ, Κωμ. Ἀνώνυμ. (270) ἐν τοῖς Α. Β. 50.

Greek Monolingual

λιμοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
πειναλέος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κόλαξ (πρβλ. δημο-κόλαξ, μουσο-κόλαξ)].