λίχανος: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br /><b>1</b> corde de la lyre qu’on touchait avec l’index de la main gauche;<br /><b>2</b> son de cette corde.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | |btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br /><b>1</b> corde de la lyre qu’on touchait avec l’index de la main gauche;<br /><b>2</b> son de cette corde.<br />'''Étymologie:''' R. Λιχ, v. [[λείχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λίχανος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η τελευταία [[χορδή]] της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, [[τότε]] φαίνεται διαφέρειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που βγαίνει από τη [[δόνηση]] αυτής της χορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιχανός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. χορδή;
1 corde de la lyre qu’on touchait avec l’index de la main gauche;
2 son de cette corde.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
Greek Monolingual
λίχανος, ἡ (Α)
1. η τελευταία χορδή της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.)
2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση αυτής της χορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχανός, με αναβιβασμό του τόνου].