λιθουλκός: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
|lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθουλκός Medium diacritics: λιθουλκός Low diacritics: λιθουλκός Capitals: ΛΙΘΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: lithoulkós Transliteration B: lithoulkos Transliteration C: lithoulkos Beta Code: liqoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω)

   A quarrying stones, Poll.7.118.    II as Subst. λ., ὁ, instrument for extracting the stone, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λιθουλκός, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].