λόπιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόπιμος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἐκλεπιζόμενος, ὃν εὐκόλως δύναταί τις νὰ ξεφλουδίσῃ, ἐπὶ [[καρύων]] ἅτινα ἔχουσι φλοιὸν ἢ ἐπιδερμίδα καὶ οὐχὶ [[κέλυφος]], Νικ. παρ’ Ἀθην. 54D, Γαλην. 6. 357.
|lstext='''λόπιμος''': -ον, ὁ εὐκόλως ἐκλεπιζόμενος, ὃν εὐκόλως δύναταί τις νὰ ξεφλουδίσῃ, ἐπὶ [[καρύων]] ἅτινα ἔχουσι φλοιὸν ἢ ἐπιδερμίδα καὶ οὐχὶ [[κέλυφος]], Νικ. παρ’ Ἀθην. 54D, Γαλην. 6. 357.
}}
{{grml
|mltxt=[[λόπιμος]], -ον (Α) [[λοπός]]<br />αυτός που μπορεί να ξεφλουδιστεί εύκολα.
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόπιμος Medium diacritics: λόπιμος Low diacritics: λόπιμος Capitals: ΛΟΠΙΜΟΣ
Transliteration A: lópimos Transliteration B: lopimos Transliteration C: lopimos Beta Code: lo/pimos

English (LSJ)

ον,

   A easily stripped, of nuts which have a skin and not a shell, Nic.Fr.76, Sor. ap. Gal.12.420, cf. Gal.6.621, Hsch.

German (Pape)

[Seite 63] ον, leicht abzuschälen, von Bäumen, denen man die Rinde leicht abnehmen kann, Theophr.; und von Nüssen, die keine od. eine sehr dünne Schaale haben, Nic. bei Ath. II, 53 c.

Greek (Liddell-Scott)

λόπιμος: -ον, ὁ εὐκόλως ἐκλεπιζόμενος, ὃν εὐκόλως δύναταί τις νὰ ξεφλουδίσῃ, ἐπὶ καρύων ἅτινα ἔχουσι φλοιὸν ἢ ἐπιδερμίδα καὶ οὐχὶ κέλυφος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 54D, Γαλην. 6. 357.

Greek Monolingual

λόπιμος, -ον (Α) λοπός
αυτός που μπορεί να ξεφλουδιστεί εύκολα.