λυπαλγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(6_7)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡπαλγής''': -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος [[ἄλγος]], τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.
|lstext='''λῡπαλγής''': -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος [[ἄλγος]], τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].