μαγεύς: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]]. | |btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui essuie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαγεύς]]<sub>(</sub>-έως, ὁ, ονομ. πληθ. [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[μαγῆες]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζυμώνει [[ψωμί]], [[ζυμωτής]]<br /><b>2.</b> (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαγῆες]]<br />οἰκονόμοι δείπνου» και «[[μαγῆες]]<br />τὰ ἄλφιτα μάττοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>.- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[σπορ]]-<i>εύς</i>, <i>φθορ</i>-<i>εύς</i>). Κατ' άλλους, από τ. <i>μαγή</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, (μάσσω)
A one who kneads, Poll.6.64, Hsch. (pl. μαγῆες). II one who wipes, μαγῆα σπόγγον AP6.306 (Aristo).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγεύς: έως, ὁ, (μάσσω) ὁ τὰ ἄλφιτα μάττων, «ζυμωτής», Πολυδ. ϛʹ, 64, Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀπομάττων, σπογγίζων, μαγῆα σπόγγον Ἀνθ. Π. 6. 306.
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
qui essuie.
Étymologie: cf. μάσσω.
Greek Monolingual
μαγεύς(-έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α)
1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής
2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι
3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες
οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες
τὰ ἄλφιτα μάττοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ.- (πρβλ. ἐ-μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -εύς (πρβλ. σπορ-εύς, φθορ-εύς). Κατ' άλλους, από τ. μαγή].