μαζί: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

μαζί και μαζίν)
επίρρ.
1. αντάμα, από κοινού («ζούμε πέντε χρόνια μαζί»)
2. ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι μαζί»)
νεοελλ.
1. συνοδεία με..., συντροφιά με... (α. «φέρε μας μαζί με τον καφέ και λίγο γάλα» β. «δεν μέ πήραν μαζί τους»)
2. παροιμ. «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μαζ-ίον, υποκορ. του μᾶζα (πρβλ. ομάδιον: ομάδι, μακάριον: μακάρι)].