μαϊμού: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(23)
(No difference)

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Μ μαϊμού)
κοινή ονομασία διαφόρων ειδών πιθήκων
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός πονηρού ή άσχημου ανθρώπου
2. επιτήδεια παραλλαγμένο, μη γνήσιο βιομηχανικό προϊόν («το αυτοκίνητο αυτό είναι μαϊμού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μιμῶ. Κατ' άλλους, < τουρκ. maymun].