μάκρων: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />à longue tête ; [[οἱ]] Μάκρωνες, les hommes à longue tête, <i>peuple du Pont</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />à longue tête ; [[οἱ]] Μάκρωνες, les hommes à longue tête, <i>peuple du Pont</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μάκρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το [[υπόλοιπο]] [[σώμα]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Μάκρωνες</i><br />[[αρχαίος]] [[βαρβαρικός]] [[λαός]] που κατοικούσε [[κοντά]] στον Εύξεινο Πόντο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μακρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A longhead: Μάκρωνες, οἱ, a people of Pontus, Hdt.2.104, etc.
German (Pape)
[Seite 86] ωνος, ὁ, Langkopf, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μάκρων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλὴν, μακροκέφαλος, Μάκρωνες, οἱ, λαός τις τοῦ Πόντου, Ἡρόδ. 2. 104, κλπ.· πρβλ. μακροκέφαλος.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
à longue tête ; οἱ Μάκρωνες, les hommes à longue tête, peuple du Pont.
Étymologie: μακρός.
Greek Monolingual
μάκρων, -ωνος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα κεφάλι
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μάκρωνες
αρχαίος βαρβαρικός λαός που κατοικούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επίθημα -ων].