μαστίχινος: Difference between revisions
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(6_11) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστίχῐνος''': -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε [[μαστιχέλαιον]]. | |lstext='''μαστίχῐνος''': -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε [[μαστιχέλαιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαστίχινος]], -η, -ον)<br />ο [[μαστιχένιος]], ο παρασκευασμένος με [[μαστίχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίχη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A prepared with mastich, ἔλαιον Dsc.1.42, Gal.11.870, Philagr. ap. Orib.5.19.10.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίχῐνος: -η, -ον, παρεσκευασμένος διὰ μαστίχης, ἴδε μαστιχέλαιον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαστίχινος, -η, -ον)
ο μαστιχένιος, ο παρασκευασμένος με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχη + κατάλ. -ινος].